- φρουμεντάριος
- ὁ, Ασιτοπώλης, σιτάρχης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. frumentarius «σιτοπώλης, σιτάρχης» < λατ. frumentum «σίτος, καρποί, δημητριακά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρουμενταρίου — φρουμεντάριος frumentarius masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουμενταρίους — φρουμεντάριος frumentarius masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουμενταρίων — φρουμεντάριος frumentarius masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουμεντάριοι — φρουμεντάριος frumentarius masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουμεντάριον — φρουμεντάριος frumentarius masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)